Φιλλανδός

Φιλλανδός
ο , Φιλλανδή η фин|н, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Φιλλανδός" в других словарях:

  • Φιλλανδός — ο, θηλ. Φιλλανδή, Ν βλ. Φινλανδός …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδός — και Φιλλανδός, ο, θηλ. Φινλανδή και Φιλλανδή, Ν [Φινλανδία] ο κάτοικος τής Φινλανδίας και, γενικά, αυτός που κατάγεται από την Φινλανδία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»